προασπιστής

προασπιστής
ο
αυτός που προασπίζει, προστάτης, υπερασπιστής: Προασπιστής του δικαίου και της αλήθειας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προασπιστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. προασπίστρια, Ν υπερασπιστής, προστάτης («τῆς ἀληθείας προασπισταί», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω. Ο τ. τού θηλ. προασπίστρια μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • προασπισταῖς — προασπιστής masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπισταί — προασπιστής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπιστοῦ — προασπιστής masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπιστήν — προασπιστής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπιστῶν — προασπιστής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπιστάς — προασπιστά̱ς , προασπιστής masc acc pl προασπιστά̱ς , προασπιστής masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προασπιστήρ — ῆρος, ὁ, Α προασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. θερισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • προσκεπαστής — ὁ, Α υπερασπιστής, προασπιστής, προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκεπαστής «υπερασπιστής, προστάτης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”